ρεαλιστικός

ρεαλιστικός
η , ό[ν] реалистический, реалистичный;

ρεαλιστική πολιτική — реалистическая политика


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρεαλιστικός" в других словарях:

  • ρεαλιστικός — ή, ό, Ν [ρεαλιστής] 1. ο σχετικός με τον ρεαλισμό* 2. πρακτικός (α. «ρεαλιστική πρόταση» β. «ρεαλιστική αντιμετώπιση τών προβλημάτων») 3. παραστατικός, πιστευτός («έδωσε με την ομιλία του μια ρεαλιστική εικόνα τών προβλημάτων») …   Dictionary of Greek

  • ρεαλιστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει να κάνει με το ρεαλισμό: Το ρεαλιστικό μυθιστόρημα άκμασε το 19ο αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • νεορεαλιστικός — ή, ό [ρεαλιστικός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεορεαλισμό …   Dictionary of Greek

  • Πιλόν, Ζερμέν — (Pilon, Παρίσι 1537 1590). Γάλλος γλύπτης. Μετά τον Ζαν Γκουζόν, ήταν ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της αναγεννησιακής γλυπτικής της χώρας του. Από τα πρώτα έργα του, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το μνημείο για την Καρδιά του Ερρίκου Β΄ με τις… …   Dictionary of Greek

  • Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… …   Dictionary of Greek

  • εξωπραγματικός — ή, ό επίρρ. ά που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, μη ρεαλιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»